προδιόρθωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | προδιόρθωση | οι | προδιορθώσεις |
γενική | της | προδιόρθωσης* | των | προδιορθώσεων |
αιτιατική | την | προδιόρθωση | τις | προδιορθώσεις |
κλητική | προδιόρθωση | προδιορθώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, προδιορθώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- προδιόρθωση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
προδιόρθωση θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
προδιόρθωση
|