πριμοδότησις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | πριμοδότησις | αἱ | πριμοδοτήσεις | ||||
γενική | τῆς | πριμοδοτήσεως | τῶν | πριμοδοτήσεων | ||||
δοτική | τῇ | πριμοδοτήσει | ταῖς | πριμοδοτήσεσι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | πριμοδότησιν | τὰς | πριμοδοτήσεις | ||||
κλητική ὦ! | πριμοδότησι | πριμοδοτήσεις | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπριμοδότησις, -εως θηλυκό