πριμοδοτήσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπριμοδοτήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πριμοδοτώ
- θα πριμοδοτήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πριμοδοτώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαπριμοδοτήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πριμοδότηση