Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

πριμοδοτήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος πριμοδοτώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πριμοδοτώ
  3. θα πριμοδοτήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πριμοδοτώ