πριμιτιβιστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- πριμιτιβιστής < αγγλική primitivist
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πριμιτιβιστής αρσενικό (θηλυκό πριμιτιβίστρια)
- (ζωγραφική, τέχνη) αυτός που ακολουθεί την καλλιτεχνική τάση του πριμιτιβισμού και χρησιμοποιεί στοιχεία από την καλλιτεχνική έκφραση των «πρωτόγονων»
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πριμιτιβιστής