Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πριμιτιβιστής οι πριμιτιβιστές
      γενική του πριμιτιβιστή των πριμιτιβιστών
    αιτιατική τον πριμιτιβιστή τους πριμιτιβιστές
     κλητική πριμιτιβιστή πριμιτιβιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πριμιτιβιστής < αγγλική primitivist

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πριμιτιβιστής αρσενικό (θηλυκό πριμιτιβίστρια)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία