πρεδάρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πρεδάρης < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pɾeˈða.ɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρε‐δά‐ρης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρεδάρης αρσενικό
- (παρωχημένο, λαϊκό, επάγγελμα) ο αγροφύλακας
- ※ ΟΙ ΠΡΕΔΑΡΑΙΟΙ (ΑΓΡΟΦΥΛΑΚΕΣ). α') Η εκλογή τους. Απ' ανέκαθεν το κάθε χωριό έβαζε αγροφυλάκους για να φυλάνε τα χωράφια απ' τις ζημιές. Τους έλεγαν πρεδαραίους παλιότερα.
- Δημήτριος Λουκόπουλος, Γεωργικά της Ρούμελης [Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων: “Ιστορική και Λαογραφική Βιβλιοθήκη”, αρ. 14] (Αθήνα: Ι.Ν. Σιδέρης, 1938) σ. 221.
- ※ ΟΙ ΠΡΕΔΑΡΑΙΟΙ (ΑΓΡΟΦΥΛΑΚΕΣ). α') Η εκλογή τους. Απ' ανέκαθεν το κάθε χωριό έβαζε αγροφυλάκους για να φυλάνε τα χωράφια απ' τις ζημιές. Τους έλεγαν πρεδαραίους παλιότερα.
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πρεδάρης
→ δείτε τη λέξη αγροφύλακας |
Πηγές
επεξεργασία- πρεδάρης - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)