πρακτόρειον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | πρακτόρειον | τὰ | πρακτόρειᾰ |
γενική | τοῦ | πρακτορείου | τῶν | πρακτορείων |
δοτική | τῷ | πρακτορείῳ | τοῖς | πρακτορείοις |
αιτιατική | τὸ | πρακτόρειον | τὰ | πρακτόρειᾰ |
κλητική ὦ! | πρακτόρειον | πρακτόρειᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πρακτορείω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πρακτορείοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πρακτόρειον < αρχαία ελληνική πράκτωρ / πρακτήρ < πράττω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρακτόρειον ουδέτερο
- (ελληνιστική κοινή) το γραφείο ενός εισπράκτορα φόρων ή χρεών, που ενίοτε περιλαμβάνει και φυλακή χρεοφειλετών