ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ πραιτώριον τὰ πραιτώρι
      γενική τοῦ πραιτωρίου τῶν πραιτωρίων
      δοτική τῷ πραιτωρί τοῖς πραιτωρίοις
    αιτιατική τὸ πραιτώριον τὰ πραιτώρι
     κλητική ! πραιτώριον πραιτώρι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πραιτωρίω
γεν-δοτ τοῖν  πραιτωρίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πραιτώριον < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πραιτώριον, -ου ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία