πουτσογλείφτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πουτσογλείφτης < πούτσ(ος) + -ο- + γλείφτης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπουτσογλείφτης αρσενικό
- (υβριστικό) υποτιμητική αναφορά σε ομοφυλόφιλο
- ※ Τι φωνάζεις τώρα; Που είχα το θάρρος να το ταχυδρομήσω εγώ;» «Αδερφάρα, μπινέ, πουτσογλείφτη, ντιγκιντάγκα!» (Παύλος Μεθενίτης, Ο άλλος μυθιστόρημα, 2005, σελ. 185)
Μεταφράσεις
επεξεργασία πουτσογλείφτης