ντιγκιντάγκας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ντιγκιντάγκας < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαντιγκιντάγκας αρσενικό
- (παρωχημένο) υποτιμητική αναφορά σε ομοφυλόφιλο
- ※ Και το “ντιγκιντάγκας”» . «Καλέ, το λένε ακόμα αυτό; Νόμιζα ότι καταργήθηκε με το σέικ και τη Φιξ». Έβαλαν τα γέλια και σώπασαν για λίγο. (Λύο Καλοβυρνάς, Στα πρόθυρα γραμματικής κλίσης, 2007, σελ. 325)
- ※ Τι φωνάζεις τώρα; Που είχα το θάρρος να το ταχυδρομήσω εγώ;» «Αδερφάρα, μπινέ, πουτσογλείφτη, ντιγκιντάγκα!» (Παύλος Μεθενίτης, Ο άλλος μυθιστόρημα, 2005, σελ. 185)
Μεταφράσεις
επεξεργασία ντιγκιντάγκας
|