πουρό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πουρό | τα | πουρά |
γενική | του | πουρού | των | πουρών |
αιτιατική | το | πουρό | τα | πουρά |
κλητική | πουρό | πουρά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαπουρό < από την τσιγγάνικη λέξη puro (γέρος)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπουρό ουδέτερο
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαπουρό