Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πουρό τα πουρά
      γενική του πουρού των πουρών
    αιτιατική το πουρό τα πουρά
     κλητική πουρό πουρά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πουρό < από την τσιγγάνικη λέξη puro (γέρος)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πουρό ουδέτερο

  1. (μειωτικό) άτομο μεγάλης ηλικίας
    που το βρήκες το πουρό και μας το κουβάλησες;

Δείτε επίσης επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

πουρό