πουντριέρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πουντριέρα | οι | πουντριέρες |
γενική | της | πουντριέρας | — | |
αιτιατική | την | πουντριέρα | τις | πουντριέρες |
κλητική | πουντριέρα | πουντριέρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πουντριέρα < (άμεσο δάνειο) γαλλική poudrière
Ουσιαστικό επεξεργασία
πουντριέρα θηλυκό
- άλλη μορφή του πουδριέρα
Μεταφράσεις επεξεργασία
πουντριέρα
|