ποτούμπα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ποτούμπα | οι | ποτούμπες |
γενική | της | ποτούμπας | — | |
αιτιατική | την | ποτούμπα | τις | ποτούμπες |
κλητική | ποτούμπα | ποτούμπες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ποτούμπα θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
ποτούμπα
|