ποταπότης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ποταπότης | αἱ | ποταπότητες | ||||
γενική | τῆς | ποταπότητος | τῶν | ποταποτήτων | ||||
δοτική | τῇ | ποταπότητι | ταῖς | ποταπότησι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | ποταπότητα | τὰς | ποταπότητᾰς | ||||
κλητική ὦ! | ποταπότης | ποταπότητες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ποταπότης, -ητος θηλυκό
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ στο Dictionnaire grec moderne-français (Λεξικόν γραικογαλλικόν), Paris: J. Duplessis & Cie του Félix Désiré Dehèque - σελ. 834, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου