Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ποταπότης αἱ ποταπότητες
      γενική τῆς ποταπότητος τῶν ποταποτήτων
      δοτική τῇ ποταπότητι ταῖς ποταπότησι(ν)
    αιτιατική τὴν ποταπότητα τὰς ποταπότητᾰς
     κλητική ! ποταπότης ποταπότητες
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ποταπότης (μαρτυρείται από το 1825) [1] < ποταπ(ός) + -ότης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ποταπότης, -ητος θηλυκό

  Αναφορές επεξεργασία

  1. στο Dictionnaire grec moderne-français (Λεξικόν γραικογαλλικόν), Paris: J. Duplessis & Cie του Félix Désiré Dehèque - σελ. 834, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου