ποταμίσκος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ποταμίσκος < ποταμός + υποκοριστικό επίθημα -ίσκος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαποταμίσκος αρσενικό
- ο μικρός ποταμός, υποκοριστικό του ποταμός
Μεταφράσεις
επεξεργασία ποταμίσκος
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ποταμίσκος < υποκοριστικό του ποταμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαποταμίσκος αρσενικό