Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πορτλαντίτης οι πορτλαντίτες
      γενική του πορτλαντίτη των πορτλαντιτών
    αιτιατική τον πορτλαντίτη τους πορτλαντίτες
     κλητική πορτλαντίτη πορτλαντίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πορτλαντίτης < αγγλική portlandite < Portland cement (ο πιο συνηθισμένος τύπος τσιμέντου) < Portland stone (φυσική πέτρα με την οποία θεωρήθηκε ότι μοιάζει το τσιμέντο τύπου Πόρτλαντ) < Portland (νησί στα νότια της Αγγλίας, στο οποίο εξορυσσόταν η Portland stone)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

πορτλαντίτης

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία