πορτλαντίτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πορτλαντίτης < αγγλική portlandite < Portland cement (ο πιο συνηθισμένος τύπος τσιμέντου) < Portland stone (φυσική πέτρα με την οποία θεωρήθηκε ότι μοιάζει το τσιμέντο τύπου Πόρτλαντ) < Portland (νησί στα νότια της Αγγλίας, στο οποίο εξορυσσόταν η Portland stone)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπορτλαντίτης
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Portlandite στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία πορτλαντίτης