Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πορνοκρατία οι πορνοκρατίες
      γενική της πορνοκρατίας των πορνοκρατιών
    αιτιατική την πορνοκρατία τις πορνοκρατίες
     κλητική πορνοκρατία πορνοκρατίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πορνοκρατία < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πορνοκρατία θηλυκό

  • (ιστορία) μια περίοδος της παπικής διακυβέρνησης, στον 10ο αιώνα, όπου ο πάπας φέρεται να είχε υποστεί την επιρροή γυναικών μεγάλων ρωμαϊκών οικογενειών που οι αντίπαλοί του χαρακτήριζαν ως ακόλαστες

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία