πορνίδιον
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | πορνίδιον | τὰ | πορνίδιᾰ |
γενική | τοῦ | πορνιδίου | τῶν | πορνιδίων |
δοτική | τῷ | πορνιδίῳ | τοῖς | πορνιδίοις |
αιτιατική | τὸ | πορνίδιον | τὰ | πορνίδιᾰ |
κλητική ὦ! | πορνίδιον | πορνίδιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πορνιδίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πορνιδίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πορνίδιον < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πορνίδιον, -ου ουδέτερο
- υποκοριστικό του πόρνη: πορνίδιο
Συγγενικά επεξεργασία
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές επεξεργασία
- πορνίδιον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πορνίδιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.