↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ποριά οι ποριές
      γενική της ποριάς των ποριών
    αιτιατική την ποριά τις ποριές
     κλητική ποριά ποριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ποριά < πόρος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ποριά θηλυκό

  • το μέρος από το οποίο μπορεί να περάσει κάποιος

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία