↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πορδιστής οι πορδιστές
      γενική του πορδιστή των πορδιστών
    αιτιατική τον πορδιστή τους πορδιστές
     κλητική πορδιστή πορδιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πορδιστής < πορδή

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πορδιστής αρσενικό

  • (παρωχημένο) κωμικός ο οποίος διασκέδαζε το κοινό του αποκλειστικά ή κυρίως από την απελευθέρωση εντερικών αερίων με δημιουργικό, μουσικό, ή διασκεδαστικό τρόπο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία