πορδιστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πορδιστής < πορδή
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπορδιστής αρσενικό
- (παρωχημένο) κωμικός ο οποίος διασκέδαζε το κοινό του αποκλειστικά ή κυρίως από την απελευθέρωση εντερικών αερίων με δημιουργικό, μουσικό, ή διασκεδαστικό τρόπο