ποπλίνα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ποπλίνα | οι | ποπλίνες |
γενική | της | ποπλίνας | των | ποπλινών |
αιτιατική | την | ποπλίνα | τις | ποπλίνες |
κλητική | ποπλίνα | ποπλίνες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ποπλίνα < (άμεσο δάνειο) γαλλική popeline
Ουσιαστικό επεξεργασία
ποπλίνα θηλυκό