πονταδόρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πονταδόρος <
Ουσιαστικό επεξεργασία
πονταδόρος αρσενικό
- κάποιος που ποντάρει σε τυχερά παιχνίδια
- (επάγγελμα) τεχνίτης συγκόλλησης μετάλλων
- εργαλείο για σύνδεση μετάλλων με μηχανικό τρόπο
- ↪ πονταδόρος λαμαρίνας
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
που ποντάρει σε τυχερά παιχνίδια
|
τεχνίτης συγκόλλησης μετάλλων
|
εργαλείο σύνδεσης μετάλλων
|