Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πονταδόρος οι πονταδόροι
      γενική του πονταδόρου των πονταδόρων
    αιτιατική τον πονταδόρο τους πονταδόρους
     κλητική πονταδόρε πονταδόροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πονταδόρος <
  1. ποντ(άρω) + -αδόρος
  2. πόντ(α) + -αδόρος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πονταδόρος αρσενικό

  1. κάποιος που ποντάρει σε τυχερά παιχνίδια
  2. (επάγγελμα) τεχνίτης συγκόλλησης μετάλλων
  3. εργαλείο για σύνδεση μετάλλων με μηχανικό τρόπο
    πονταδόρος λαμαρίνας

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία