ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ πονημάτιον τὰ πονημάτι
      γενική τοῦ πονηματίου τῶν πονηματίων
      δοτική τῷ πονηματί τοῖς πονηματίοις
    αιτιατική τὸ πονημάτιον τὰ πονημάτι
     κλητική ! πονημάτιον πονημάτι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πονηματίω
γεν-δοτ τοῖν  πονηματίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πονημάτιον (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική πόνημα, πονηματ- + υποκοριστικό επίθημα -ιον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πονημάτιον, -ου ουδέτερο