πονημάτιον
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | πονημάτιον | τὰ | πονημάτιᾰ | ||||
γενική | τοῦ | πονηματίου | τῶν | πονηματίων | ||||
δοτική | τῷ | πονηματίῳ | τοῖς | πονηματίοις | ||||
αιτιατική | τὸ | πονημάτιον | τὰ | πονημάτιᾰ | ||||
κλητική ὦ! | πονημάτιον | πονημάτιᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πονηματίω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | πονηματίοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πονημάτιον (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική πόνημα, πονηματ- + υποκοριστικό επίθημα -ιον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπονημάτιον, -ου ουδέτερο
- υποκοριστικό του πόνημα: το πονημάτιο
Πηγές
επεξεργασία- πονημάτιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- πονημάτιον σελ.5998 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)