πολυϊατρείο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πολυϊατρείο ουδέτερο
- χώρος όπου στεγάζονται πολλά ιατρεία ή πολλές ειδικότητες ιατρών και εξετάζουν ασθενείς που υπάγονται σε ένα συγκεκριμένο ασφαλιστικό ταμείο μόνο
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πολυϊατρείο
|