Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πολυϊατρείο τα πολυϊατρεία
      γενική του πολυϊατρείου των πολυϊατρείων
    αιτιατική το πολυϊατρείο τα πολυϊατρεία
     κλητική πολυϊατρείο πολυϊατρεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολυϊατρείο < πολυ- + ιατρείο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πολυϊατρείο ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία