πολυφωνικότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πολυφωνικότητα < πολυφωνικός + -ότητα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπολυφωνικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του πολυφωνικού
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πολυφωνικότητα
|