Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πολυσυντροφικότητα οι πολυσυντροφικότητες
      γενική της πολυσυντροφικότητας των πολυσυντροφικοτήτων
    αιτιατική την πολυσυντροφικότητα τις πολυσυντροφικότητες
     κλητική πολυσυντροφικότητα πολυσυντροφικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολυσυντροφικότητα < πολυσυντροφικός + -ότητα (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /po.li.sin.dɾo.fiˈko.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πο‐λυ‐συ‐ντρο‐φι‐κό‐τη‐τα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πολυσυντροφικότητα θηλυκό

  • η σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ τριών ή περισσοτέρων συντρόφων
    ※  Θεωρώ πως η πολυσυντροφικότητα βασίζεται στην ειλικρίνεια και την εμπιστοσύνη. Είναι πολύ σημαντικό το κάθε μέλος να δουλέψει με τον εαυτό του και να διαπιστώσει τους παράγοντες που του δημιουργούν μια ανασφάλεια που συνήθως δεν έχει βάση.
    «Πολυσυντροφικότητα στην Ελλάδα: Αγάπη, σεξ και κοινωνικά ταμπού», [1] ( 21 Μαρτίου 2021)· πρόσβαση: 2022-04-08.

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία