πολυπλέκτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πολυπλέκτης < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πολυπλέκτης αρσενικό
- κύκλωμα που επιλέγει ανάμεσα από πολλές ψηφιακές ή αναλογικές εισόδους, και τις προωθεί σε μία έξοδο.
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πολυπλέκτης