πολυνευρίτιδα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πολυνευρίτιδα < πολυ- + νευρίτιδα ( νεύρο + -ίτιδα ) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
πολυνευρίτιδα θηλυκό
- πάθηση του νευρικού συστήματος η οποία προσβάλλει πολλά νεύρα ταυτόχρονα
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πολυνευρίτιδα
|