Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μονονευρίτιδα οι μονονευρίτιδες
      γενική της μονονευρίτιδας των μονονευρίτιδων
    αιτιατική τη μονονευρίτιδα τις μονονευρίτιδες
     κλητική μονονευρίτιδα μονονευρίτιδες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μονονευρίτιδα < μονο- + νευρίτιδα ( νεύρο + -ίτιδα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μονονευρίτιδα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία