Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πολυμηνόρροια οι πολυμηνόρροιες
      γενική της πολυμηνόρροιας των πολυμηνορροιών
    αιτιατική την πολυμηνόρροια τις πολυμηνόρροιες
     κλητική πολυμηνόρροια πολυμηνόρροιες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολυμηνόρροια < πολύ + (έμ)μην(ος) + -ο- + -ρροια • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πολυμηνόρροια θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία