πολυμηνόρροια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πολυμηνόρροια < πολύ + (έμ)μην(ος) + -ο- + -ρροια • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
πολυμηνόρροια θηλυκό
- (ιατρική) μεγάλη εκροή αίματος κατά την έμμηνο ρύση ή ασυνήθιστα συχνή έμμηνος ρύση
Μεταφράσεις επεξεργασία
πολυμηνόρροια
|