πολυκινηματογράφος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πολυκινηματογράφος < πολυ- + κινηματογράφος ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική multiplex)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπολυκινηματογράφος αρσενικό
- (νεολογισμός) συγκρότημα πολλαπλών κινηματογραφικών αιθουσών