πολυκατάστημα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πολυκατάστημα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπολυκατάστημα ουδέτερο
- το συγκρότημα πολλών καταστημάτων ή μεγάλο κατάστημα που διαθέτει τρόφιμα και είδη καθημερινής ανάγκης
Μεταφράσεις
επεξεργασία πολυκατάστημα