ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πολυκαισαρίη αἱ πολυκαισαρίαι
      γενική τῆς πολυκαισαρίης τῶν πολυκαισαριῶν
      δοτική τῇ πολυκαισαρί ταῖς πολυκαισαρίαις
    αιτιατική τὴν πολυκαισαρίην τὰς πολυκαισαρίᾱς
     κλητική ! πολυκαισαρίη πολυκαισαρίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πολυκαισαρί
γεν-δοτ τοῖν  πολυκαισαρίαιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πολυκαισαρίη < πολυ- + Καῖσαρ < λατινική Caesar (κατ’ αναλογία προς το πολυκοιρανίη)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πολυκαισαρίη θηλυκό