Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
πολῠδειρᾰδ-
ονομαστική / πολυδειράς οἱ/αἱ πολυδειράδες
      γενική τοῦ/τῆς πολυδειράδος τῶν πολυδειράδων
      δοτική τῷ/τῇ πολυδειράδ τοῖς/ταῖς πολυδειράσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν/τὴν πολυδειράδ τοὺς/τὰς πολυδειράδᾰς
     κλητική ! πολυδειράς πολυδειράδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πολυδειράδε
γεν-δοτ τοῖν  πολυδειράδοιν
Με βραχύ άλφα στο θέμα -άς, -άδος.
3η κλίση, Κατηγορία 'δεκάς' όπως «φυγάς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

πολυδειράς < πολυ- + δειράς

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πολυδειράς αρσενικό ή θηλυκό

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

πολυδειράς < πολυ- + δειρή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πολυδειράς αρσενικό ή θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία