Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική δειρή αἱ δειραί
      γενική τῆς δειρῆς τῶν δειρῶν
      δοτική τῇ δειρ ταῖς δειραῖς
    αιτιατική τὴν δειρήν τὰς δειρᾱ́ς
     κλητική ! δειρή δειραί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δειρᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  δειραῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

δειρή < λείπει η ετυμολογία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

δειρή θηλυκό

  1. (ανθρώπινο σώμα) λαιμός, τράχηλος
  2. (κόσμημα) περιδέραιο
  3. (γεωγραφία) οροσειρά

Άλλες μορφέςΕπεξεργασία

  ΠηγέςΕπεξεργασία