δειρή
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | δειρή | αἱ | δειραί |
γενική | τῆς | δειρῆς | τῶν | δειρῶν |
δοτική | τῇ | δειρῇ | ταῖς | δειραῖς |
αιτιατική | τὴν | δειρήν | τὰς | δειρᾱ́ς |
κλητική ὦ! | δειρή | δειραί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δειρᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | δειραῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δειρή < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδειρή, -ῆς θηλυκό, ιωνικός τύπος του δέρη
- (ανθρώπινο σώμα) λαιμός, τράχηλος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 23 (ψ. Ὀδυσσέως ὑπὸ Πηνελόπης ἀναγνωρισμός.), στίχ. 240
- δειρῆς δ᾽ οὔ πω πάμπαν ἀφίετο πήχεε λευκώ.
- Και πια δεν έλεγε να λύσει απ᾽ τον λαιμό του τα λευκά της χέρια.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- δειρῆς δ᾽ οὔ πω πάμπαν ἀφίετο πήχεε λευκώ.
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Θεογονία, 727 (726-727)
- ἀμφὶ δέ μιν νὺξ | τριστοιχὶ κέχυται περὶ δειρήν·
- Και γύρω του, | στο λαιμό του, τρίδιπλη νύχτα είναι χυμένη.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- ἀμφὶ δέ μιν νὺξ | τριστοιχὶ κέχυται περὶ δειρήν·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 76.2
- ψιλὴ τὴν κεφαλὴν καὶ τὴν δειρὴν πᾶσαν, λευκὴ πτεροῖσι πλὴν κεφαλῆς καὶ [τοῦ] αὐχένος καὶ ἄκρων τῶν πτερύγων καὶ τοῦ πυγαίου ἄκρου (ταῦτα δὲ τὰ εἶπον πάντα μέλαινά ἐστι δεινῶς), σκέλεα δὲ καὶ πρόσωπον ἐμφερὴς τῇ ἑτέρῃ.
- έχουν γυμνό όλο το κεφάλι και τον λαιμό, έχουν άσπρα φτερά, με εξαίρεση το κεφάλι, τον λαιμό, την άκρη από τις φτερούγες τους και την άκρη της ουράς (όλα τούτα που είπα είναι κατάμαυρα), ενώ στα πόδια και στο ράμφος μοιάζουν με την άλλη ίβιδα.
- Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- ψιλὴ τὴν κεφαλὴν καὶ τὴν δειρὴν πᾶσαν, λευκὴ πτεροῖσι πλὴν κεφαλῆς καὶ [τοῦ] αὐχένος καὶ ἄκρων τῶν πτερύγων καὶ τοῦ πυγαίου ἄκρου (ταῦτα δὲ τὰ εἶπον πάντα μέλαινά ἐστι δεινῶς), σκέλεα δὲ καὶ πρόσωπον ἐμφερὴς τῇ ἑτέρῃ.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 23 (ψ. Ὀδυσσέως ὑπὸ Πηνελόπης ἀναγνωρισμός.), στίχ. 240
- (κόσμημα) περιδέραιο
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 1 (Κλειώ), 51.5
- πρὸς δὲ καὶ τῆς ἑωυτοῦ γυναικὸς τὰ ἀπὸ τῆς δειρῆς ἀνέθηκε ὁ Κροῖσος καὶ τὰς ζώνας.
- Κοντά σ᾽ αυτά αφιέρωσε ο Κροίσος και της γυναίκας του τα περιδέραια και τις ζώνες της.
- Μετάφραση (1964): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- πρὸς δὲ καὶ τῆς ἑωυτοῦ γυναικὸς τὰ ἀπὸ τῆς δειρῆς ἀνέθηκε ὁ Κροῖσος καὶ τὰς ζώνας.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 1 (Κλειώ), 51.5
- (γεωγραφία) οροσειρά
Άλλες μορφές
επεξεργασία- αττικός τύπος : δέρη
- αιολικοί τύποι : δέρα, δέρρη
- δωρικός τύπος : δειρά
- αρκαδικός τύπος: δερϝά
Συγγενικά
επεξεργασία- ἀγκυλόδειρος
- αἰολόδειρος
- ἀποδειροτομέω
- ἀποδειροτόμησις
- δειραχθής
- δειραγχής
- δειράδιον (υποκοριστικό)
- δειραῖος
- δειράς
- Δειράς
- Δειρή
- δειρητής
- δειροκύπελλον
- δειρόπαις
- δειροπέδη
- δεῖρος
- δειροτομέω
- δειροτόμος
- δέραιον
- δεριστήρ
- ὀφιόδειρος
- περιδειρίδιον
- περίδειρον
- περιδέραιον
- ποικιλόδειρος
- πολυδειράς
- ταναόδειρος
- τρίδειρος
- ὑποδειρίς
- ὑψίδειρος
Πηγές
επεξεργασία- δειρή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δειρή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.