Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πολυδακτυλία οι πολυδακτυλίες
      γενική της πολυδακτυλίας των πολυδακτυλιών
    αιτιατική την πολυδακτυλία τις πολυδακτυλίες
     κλητική πολυδακτυλία πολυδακτυλίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολυδακτυλία < λόγιο ενδογενές δάνειο: (λόγιο δάνειο) γαλλική polydactylie[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πολυδακτυλία θηλυκό


Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία