Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ποδομοχλός οι ποδομοχλοί
      γενική του ποδομοχλού των ποδομοχλών
    αιτιατική τον ποδομοχλό τους ποδομοχλούς
     κλητική ποδομοχλέ ποδομοχλοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ποδομοχλός < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ποδομοχλός αρσενικό

  • το πέδιλο του ποδηλάτου
    κατά το αρθ. 76 του Ν. 2696/1999, κάθε ποδήλατο επιβάλλεται να διαθέτει αντανακλαστικό στοιχείο κίτρινου χρώματος σε κάθε ποδομοχλό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία