Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ποδοστρόφαλος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ποδοστρόφαλος αρσενικό

  • το πέδιλο του ποδηλάτου
    ο οδηγοί ποδηλάτες απαγορεύονται αυστηρώς να μεταφέρουν δεύτερο πρόσωπο στο όχημά τους παρά μόνον αν το εν λόγω ποδήλατο διαθέτει εκ κατασκευής δύο ζεύγη ποδοστροφάλων και μόνιμο προσθετικό κάθισμα, σύμφωνα με το αρθ. 40 του Ν. 2696/1999

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία