ποδηλατούπολη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ποδηλατούπολη | οι | ποδηλατουπόλεις |
γενική | της | ποδηλατούπολης | των | ποδηλατουπόλεων |
αιτιατική | την | ποδηλατούπολη | τις | ποδηλατουπόλεις |
κλητική | ποδηλατούπολη | ποδηλατουπόλεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ποδηλατούπολη < ποδήλατ(ο) + -ούπολη
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /po.ði.laˈtu.po.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐δη‐λα‐τού‐πο‐λη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαποδηλατούπολη θηλυκό
- (νεολογισμός) πόλη στην οποία γίνεται εκτεταμένη χρήση ποδηλάτων
- ※ Σε ποδηλατούπολη μετατρέπεται ο Βόλος καθώς η Περιφέρεια Θεσσαλίας χρηματοδοτεί μέσω ΕΣΠΑ την εγκατάσταση αυτόματου συστήματος διάθεσης 137 ποδηλάτων. (Ο Βόλος είναι η σύγχρονη ποδηλατούπολη της Ελλάδας, The TOC, 5 Δεκεμβρίου 2019)
Μεταφράσεις
επεξεργασία ποδηλατούπολη
|
Πηγές
επεξεργασία- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr