Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ποδηλατάς
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
ποδηλατ
άς
οι
ποδηλατ
άδες
γενική
του
ποδηλατ
ά
των
ποδηλατ
άδων
αιτιατική
τον
ποδηλατ
ά
τους
ποδηλατ
άδες
κλητική
ποδηλατ
ά
ποδηλατ
άδες
Κατηγορία
όπως «
ψαράς
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
δύο
ποδηλατάδες
την ώρα της δουλειάς
Ετυμολογία
επεξεργασία
ποδηλατάς
<
→
λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ποδηλατάς
αρσενικό
(
επάγγελμα
)
επισκευαστής
,
ενοικιαστής
ή
πωλητής
ποδηλάτων
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ποδηλατάς