↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ποδηλάτισσα οι ποδηλάτισσες
      γενική της ποδηλάτισσας των ποδηλατισσών
    αιτιατική την ποδηλάτισσα τις ποδηλάτισσες
     κλητική ποδηλάτισσα ποδηλάτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ποδηλάτισσα < ποδηλάτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ποδηλάτισσα θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία