Ετυμολογία

επεξεργασία

cycliste < bicycliste

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Επίθετο

επεξεργασία

cycliste (fr)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

cycliste (fr) αρσενικό ή θηλυκό (πληθυντικός: cyclistes)

  1. ο ποδηλάτης
  2. η ποδηλάτισσα

cycliste (fr) αρσενικό

cycliste (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία