ποδηγός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ποδηγός | οἱ | ποδηγοί |
γενική | τοῦ | ποδηγοῦ | τῶν | ποδηγῶν |
δοτική | τῷ | ποδηγῷ | τοῖς | ποδηγοῖς |
αιτιατική | τὸν | ποδηγόν | τοὺς | ποδηγούς |
κλητική ὦ! | ποδηγέ | ποδηγοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ποδηγώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ποδηγοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαποδηγός και ποδαγός
- άλλη μορφή του ποδαγός