Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ποδαντλία οι ποδαντλίες
      γενική της ποδαντλίας των ποδαντλιών
    αιτιατική την ποδαντλία τις ποδαντλίες
     κλητική ποδαντλία ποδαντλίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ποδαντλία < (πόδι) ποδ- + αντλία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ποδαντλία θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία