ποδαντλία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ποδαντλία < (πόδι) ποδ- + αντλία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαποδαντλία θηλυκό
- (μηχανολογία) ποδοκίνητη πιεστική αντλία, μονής ή διπλής ενέργειας, που λειτουργεί με πετάλι
- ⮡ οι ποδαντλίες, όπως και οι χειραντλίες είναι συνήθως εμβολοφόρες
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ποδαντλία
|