πνευματοθεραπεία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πνευματοθεραπεία < λόγιο ενδογενές δάνειο: pneumatothérapie < πνευματο- + -θεραπεία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπνευματοθεραπεία θηλυκό
- (παρωχημένο) θεραπεία με εισπνοές αέρα
Μεταφράσεις
επεξεργασία πνευματοθεραπεία