πλουσιόπαιδο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πλουσιόπαιδο < πλούσι(ος) + -ο- + -παιδο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπλουσιόπαιδο ουδέτερο
- το παιδί από πλούσια οικογένεια
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πλουσιόπαιδο
πλουσιόπαιδο ουδέτερο