πλιατσικολόγημα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- πλιατσικολόγημα < πλιατσικολογ(ώ) + -ημα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πλιατσικολόγημα ουδέτερο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη πλιάτσικο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πλιατσικολόγημα
|