πληροφορικάριος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πληροφορικάριος < πληροφορικ(ή) + -άριος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπληροφορικάριος αρσενικό ή θηλυκό
- (νεολογισμός, πληροφορική, επάγγελμα) όρος που περιγράφει και χαρακτηρίζει τους επιστήμονες ή ειδικούς της πληροφορικής
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πληροφορικάριος
|