πληροφορητής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπληροφορητής αρσενικό (θηλυκό: πληροφορήτρια)
- αυτός που πληροφορεί, που δίνει πληροφορίες
- ※ Μόλις τελειώσει η συνέντευξη, μη φύγετε αμέσως. Εκείνη την ώρα, οι πληροφορητές μάς δίνουν συχνά τις πιο πολύτιμες πληροφορίες. Μπορείτε να ρωτήσετε αν έχει φωτογραφίες ή άλλα τεκμήρια, αν γνωρίζει άλλους πληροφορητές και να συζητήσετε το ενδεχόμενο επόμενης συνέντευξης. (*)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πληροφορητής
|