καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πληρεξουσιότης αἱ πληρεξουσιότητες
      γενική τῆς πληρεξουσιότητος τῶν πληρεξουσιοτήτων
      δοτική τῇ πληρεξουσιότητι ταῖς πληρεξουσιότησι(ν)
    αιτιατική τὴν πληρεξουσιότητα τὰς πληρεξουσιότητας
     κλητική ! πληρεξουσιότης πληρεξουσιότητες
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πληρεξουσιότης (μαρτυρείται από το 1782) [1] < πληρεξούσι(ος) + -ότης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πληρεξουσιότης, -ητος θηλυκό

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 813, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου